ἄμετρος

ἄμετρος
ἄμετρος, ον (s. μέτρον; Pla., Xen. et al.; TestAbr A 17 p. 98, 27 [Stone p. 44] τὸ ἄ. πέλαγος; OGI 669, 51; Philo; Jos., Bell. 4, 350; Just., D. 47, 5 τὸ ἄ. πέλαγος) immeasurable εἰς τὰ ἄ. καυχᾶσθαι boast beyond limits, illimitably 2 Cor 10:13, 15 (Epict., Ench. 33, 14 ἀμέτρως of self-praise).—DELG s.v. μέτρον. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄμετρος — without masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… …   Dictionary of Greek

  • άμετρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, ο υπερβολικός: Η άμετρη φιλοδοξία του τον ζημίωσε. 2. αμέτρητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμετρότερον — ἄμετρος without adverbial comp ἄμετρος without masc acc comp sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετροτέραις — ἄμετρος without fem dat comp pl ἀμετροτέρᾱͅς , ἄμετρος without fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρότατα — ἄμετρος without adverbial superl ἄμετρος without neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετρότατον — ἄμετρος without masc acc superl sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέτρως — ἄμετρος without adverbial ἄμετρος without masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμετρον — ἄμετρος without masc/fem acc sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετροτάτην — ἄμετρος without fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετροτέροις — ἄμετρος without masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”